- κατεδαφώ
- κατεδαφῶ, -έω (Μ)κατεδαφίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεδαφίζω, κατά τα ρ. σε -έω / -ῶ από τον αόρ. -ισα που συνέπιπτε φωνητικά με τον -ησα τών ρ. σε -έω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek